συμπυκνωτήρας

συμπυκνωτήρας
ο, Ν
1. (θερμ. τεχνολ.) εναλλάκτης θερμότητας που χρησιμεύει στη συμπύκνωση τών ατμών μετά από την ολοκλήρωση θερμοδυναμικού κύκλου
2. φρ. α) «συμπυκνωτήρας ανάμιξης» — συμπυκνωτής στον οποίο οι υδρατμοί αναμιγνύονται με το ψυχρό νερό που προκαλεί και τη συμπύκνωσή τους
β) «συμπυκνωτήρας επιφάνειας» — συμπυκνωτής στον οποίο οι θερμικές εναλλαγές συντελούνται μέσω μεταλλικού τοιχώματος
γ) «βαρομετρικός συμπυκνωτήρας» — συμπυκνωτήρας που αποτελείται από κώδωνα τοποθετημένο στην κορυφή στήλης νερού ύψους μεγαλύτερου από το αντίστοιχο προς την τοπική βαρομετρική πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ.στεγνω-τήρας). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπυκνωτής — ο, Ν (θερμ. τεχνολ.) ο συμπυκνωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπυκνώνω, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. condensateur. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] …   Dictionary of Greek

  • συμπυκνωτής — συμπυκνωτής, ο και συμπυκνωτήρας, ο 1. μέσο με το οποίο γίνεται συμπύκνωση. 2. (φυσ.), συσκευή όπου συμπυκνώνονται οι υδρατμοί και υγροποιούνται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”